μεταξοκλωστική
Смотреть что такое "μεταξοκλωστική" в других словарях:
μεταξοκλωστικός — ή, ό 1. (για εργαλεία) αυτός που με τη βοήθειά του γίνεται η κλώση νημάτων μεταξιού 2. το θηλ. ως ουσ. η μεταξοκλωστική η τέχνη τής κατασκευής μετάξινων νημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + κλωστικός] … Dictionary of Greek